Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοίομαι
συνοίσομαι
συνοκωχότε
συνολισθάνω
συνόλλῡμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομᾶλιξ
συνομαλῡ́νω
συνομαρτέω
συνομηρεύω
συνομῑλέω
συνόμνῡμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομολογίᾱ
συνομοπαθέω
συνομορέω
συνοξῡ́νομαι
συνοπηδός
View word page
συν-ομαρτέω
συν-ομαρτέωcontr.vb of friendskeep companyw. someoneE.tm. of godsw.dat.w. someoneSol.

ShortDef

to follow along with, attend on

Debugging

Headword:
συνομαρτέω
Headword (normalized):
συνομαρτέω
Headword (normalized/stripped):
συνομαρτεω
IDX:
38670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38671
Key:
συνομαρτέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ομαρτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ομαρτέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of friends</Indic><Tr>keep company<Expl>w. someone</Expl></Tr><Au>E.<LblR>tm.</LblR></Au> <vS2><Indic>of gods</Indic><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Sol.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συνομαρτέω'}