Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοικτίζω
συνοίμιος
συνοίομαι
συνοίσομαι
συνοκωχότε
συνολισθάνω
συνόλλῡμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομᾶλιξ
συνομαλῡ́νω
συνομαρτέω
συνομηρεύω
συνομῑλέω
συνόμνῡμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομολογίᾱ
συνομοπαθέω
συνομορέω
View word page
συν-ομᾶλιξ
συν-ομᾶλιξικοςdial.m.fὁμῆλιξ person of the same ageas someonefem.pl.ref. to girlscoevals, peersTheoc. Bion

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνομᾶλιξ
Headword (normalized):
συνομᾶλιξ
Headword (normalized/stripped):
συνομαλιξ
IDX:
38668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38669
Key:
συνομᾶλιξ

Data

{'headword_display': '<b>συν-ομᾶλιξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-ομᾶλιξ</HL><Infl>ικος</Infl><PS>dial.m.f</PS><Ety><Ref>ὁμῆλιξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>person of the same age<Expl>as someone</Expl></Def><SGrm><GLbl>fem.pl.</GLbl><Indic>ref. to girls</Indic><Def>coevals, peers</Def><Au>Theoc. Bion</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'συνομᾶλιξ'}