Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίμιος
συνοίομαι
συνοίσομαι
συνοκωχότε
συνολισθάνω
συνόλλῡμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομᾶλιξ
συνομαλῡ́νω
συνομαρτέω
συνομηρεύω
συνομῑλέω
συνόμνῡμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
View word page
συν-ολολύζω
συν-ολολύζωvb of womenraise a cry at the same timeas menX.

ShortDef

to raise a loud cry together

Debugging

Headword:
συνολολύζω
Headword (normalized):
συνολολύζω
Headword (normalized/stripped):
συνολολυζω
IDX:
38665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38666
Key:
συνολολύζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ολολύζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ολολύζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of women</Indic><Tr>raise a cry at the same time<Expl>as men</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνολολύζω'}