Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίμιος
συνοίομαι
συνοίσομαι
συνοκωχότε
συνολισθάνω
συνόλλῡμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομᾶλιξ
συνομαλῡ́νω
συνομαρτέω
συνομηρεύω
συνομῑλέω
συνόμνῡμι
συνομοιοπαθέω
View word page
συν-όλλῡμι
συν-όλλῡμιξυν-vb losew.acc.one's beautyas wellas sthg. elseBionmid.die togetherw.dat.w. someoneE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνόλλῡμι
Headword (normalized):
συνόλλῡμι
Headword (normalized/stripped):
συνολλυμι
IDX:
38664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38665
Key:
συνόλλῡμι

Data

{'headword_display': '<b>συν-όλλῡμι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-όλλῡμι<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>lose<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>one's beauty</Prnth>as well<Expl>as sthg. else</Expl></Tr><Au>Bion</Au><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>die together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>E.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'συνόλλῡμι'}