Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίμιος
συνοίομαι
συνοίσομαι
συνοκωχότε
συνολισθάνω
συνόλλῡμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομᾶλιξ
συνομαλῡ́νω
συνομαρτέω
συνομηρεύω
συνομῑλέω
View word page
συνοκωχότε
συνοκωχότεep.du.pf.ptcpl.seeσυνέχω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνοκωχότε
Headword (normalized):
συνοκωχότε
Headword (normalized/stripped):
συνοκωχοτε
IDX:
38662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38663
Key:
συνοκωχότε

Data

{'headword_display': '<b>συνοκωχότε</b>', 'content': '<XE><RefFm>συνοκωχότε<LblR>ep.du.pf.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>συνέχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συνοκωχότε'}