Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοικήτωρ
συνοικίᾱ
συνοίκια
συνοικίζω
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίμιος
συνοίομαι
συνοίσομαι
συνοκωχότε
συνολισθάνω
συνόλλῡμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομᾶλιξ
View word page
συν-οικτίζω
συν-οικτίζωvb show compassion forsomeoneX.

ShortDef

to have compassion on

Debugging

Headword:
συνοικτίζω
Headword (normalized):
συνοικτίζω
Headword (normalized/stripped):
συνοικτιζω
IDX:
38658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38659
Key:
συνοικτίζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-οικτίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-οικτίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>show compassion for</Tr><Obj>someone<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνοικτίζω'}