Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
συνοικήτωρ
συνοικίᾱ
συνοίκια
συνοικίζω
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίμιος
συνοίομαι
συνοίσομαι
συνοκωχότε
συνολισθάνω
View word page
συνοικισμός
συνοικισμόςοῦm cohabitationof husband and wifePlu. foundationof a cityPlb. Plu.

ShortDef

a living together, marriage; union into one city state

Debugging

Headword:
συνοικισμός
Headword (normalized):
συνοικισμός
Headword (normalized/stripped):
συνοικισμος
IDX:
38653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38654
Key:
συνοικισμός

Data

{'headword_display': '<b>συνοικισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνοικισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>cohabitation<Expl>of husband and wife</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>foundation<Expl>of a city</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνοικισμός'}