Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοδίᾱ
συνοδοιπόρος
σύνοδος
συνοδῡ́ρομαι
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
συνοικήτωρ
συνοικίᾱ
συνοίκια
συνοικίζω
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
View word page
συνοικήτωρ
συνοικήτωρξυν-οροςm ref. to a tutelary deitysharer of a homein a cityfellow residentw.dat.w. another deityA.

ShortDef

a house-fellow

Debugging

Headword:
συνοικήτωρ
Headword (normalized):
συνοικήτωρ
Headword (normalized/stripped):
συνοικητωρ
IDX:
38648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38649
Key:
συνοικήτωρ

Data

{'headword_display': '<b>συνοικήτωρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνοικήτωρ<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>ορος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>ref. to a tutelary deity</Indic><Def>sharer of a home<Expl>in a city</Expl></Def><Tr>fellow resident<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. another deity</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνοικήτωρ'}