Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συννυμφοκόμος
συνοδεύω
συνοδίᾱ
συνοδοιπόρος
σύνοδος
συνοδῡ́ρομαι
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
συνοικήτωρ
συνοικίᾱ
συνοίκια
συνοικίζω
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
View word page
συνοίκησις
συνοίκησιςεωςIon.ιοςf living togethercohabitationof marital partnersHdt. Pl.group living togethersettlement, communityPl.

ShortDef

cohabitation

Debugging

Headword:
συνοίκησις
Headword (normalized):
συνοίκησις
Headword (normalized/stripped):
συνοικησις
IDX:
38646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38647
Key:
συνοίκησις

Data

{'headword_display': '<b>συνοίκησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνοίκησις</HL><Infl>εως<VInfl><Lbl>Ion.</Lbl><FmInfl>ιος</FmInfl></VInfl></Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>living together</Def><Tr>cohabitation<Expl>of marital partners</Expl></Tr><Au>Hdt. Pl.</Au></nS1><nS1><Def>group living together</Def><Tr>settlement, community</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνοίκησις'}