Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συννομοθετέω
σύννομος
συννοσέω
σύννους
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
συνοδεύω
συνοδίᾱ
συνοδοιπόρος
σύνοδος
συνοδῡ́ρομαι
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
συνοικήτωρ
συνοικίᾱ
συνοίκια
συνοικίζω
View word page
συν-οδῡ́ρομαι
συν-οδῡ́ρομαιmid.vb join in lamentationPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνοδῡ́ρομαι
Headword (normalized):
συνοδῡ́ρομαι
Headword (normalized/stripped):
συνοδυρομαι
IDX:
38641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38642
Key:
συνοδῡ́ρομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-οδῡ́ρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-οδῡ́ρομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in lamentation</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνοδῡ́ρομαι'}