Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύννοια
συννομή
συννομοθετέω
σύννομος
συννοσέω
σύννους
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
συνοδεύω
συνοδίᾱ
συνοδοιπόρος
σύνοδος
συνοδῡ́ρομαι
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
συνοικήτωρ
συνοικίᾱ
View word page
συν-οδοιπόρος
συν-οδοιπόροςουmtravelling companionX. Thphr.

ShortDef

a fellow-traveller

Debugging

Headword:
συνοδοιπόρος
Headword (normalized):
συνοδοιπόρος
Headword (normalized/stripped):
συνοδοιπορος
IDX:
38639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38640
Key:
συνοδοιπόρος

Data

{'headword_display': '<b>συν-οδοιπόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-οδοιπόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>travelling companion</Tr><Au>X. Thphr.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνοδοιπόρος'}