Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συννῑκάω
συννοέω
σύννοια
συννομή
συννομοθετέω
σύννομος
συννοσέω
σύννους
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
συνοδεύω
συνοδίᾱ
συνοδοιπόρος
σύνοδος
συνοδῡ́ρομαι
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
View word page
συν-οδεύω
συν-οδεύωvb travel togethersts. w.dat.w. someoneNT. Plu.

ShortDef

to travel in company

Debugging

Headword:
συνοδεύω
Headword (normalized):
συνοδεύω
Headword (normalized/stripped):
συνοδευω
IDX:
38637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38638
Key:
συνοδεύω

Data

{'headword_display': '<b>συν-οδεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-οδεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr> travel together<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>NT. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνοδεύω'}