Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συννέω
συννῑκάω
συννοέω
σύννοια
συννομή
συννομοθετέω
σύννομος
συννοσέω
σύννους
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
συνοδεύω
συνοδίᾱ
συνοδοιπόρος
σύνοδος
συνοδῡ́ρομαι
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
View word page
συν-νυμφοκόμος
συν-νυμφοκόμοςουm ref. to a servantattendant to a brideE.

ShortDef

helping to deck a bride

Debugging

Headword:
συννυμφοκόμος
Headword (normalized):
συννυμφοκόμος
Headword (normalized/stripped):
συννυμφοκομος
IDX:
38636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38637
Key:
συννυμφοκόμος

Data

{'headword_display': '<b>συν-νυμφοκόμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-νυμφοκόμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>ref. to a servant</Indic><Tr>attendant to a bride</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συννυμφοκόμος'}