Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύννευσις
συννεύω
συννέφελος
συννεφής
συννέφω
συννέω
συννῑκάω
συννοέω
σύννοια
συννομή
συννομοθετέω
σύννομος
συννοσέω
σύννους
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
συνοδεύω
συνοδίᾱ
συνοδοιπόρος
σύνοδος
συνοδῡ́ρομαι
View word page
συν-νομοθετέω
συν-νομοθετέωcontr.vb help in making rulesPl.

ShortDef

to be a joint-lawgiver

Debugging

Headword:
συννομοθετέω
Headword (normalized):
συννομοθετέω
Headword (normalized/stripped):
συννομοθετεω
IDX:
38631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38632
Key:
συννομοθετέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-νομοθετέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-νομοθετέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help in making rules</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συννομοθετέω'}