Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συννέμω
σύννευσις
συννεύω
συννέφελος
συννεφής
συννέφω
συννέω
συννῑκάω
συννοέω
σύννοια
συννομή
συννομοθετέω
σύννομος
συννοσέω
σύννους
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
συνοδεύω
συνοδίᾱ
συνοδοιπόρος
σύνοδος
View word page
συννομή
συννομήῆςfσύννομος shared management, partnershipPl.ref. to a person and his propertypairing, partnershipPl.

ShortDef

a feeding together, joint pasture

Debugging

Headword:
συννομή
Headword (normalized):
συννομή
Headword (normalized/stripped):
συννομη
IDX:
38630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38631
Key:
συννομή

Data

{'headword_display': '<b>συννομή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συννομή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σύννομος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>shared management, partnership</Tr><Au>Pl.</Au></nS1><nS1><Indic>ref. to a person and his property</Indic><Tr>pairing, partnership</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συννομή'}