Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνισχναίνω
συνισχῡρίζω
συνίσχω
συνναίω
συννάσσω
συνναυβάτης
συνναυμαχέω
συνναυστολέω
συνναύτης
συννέμω
σύννευσις
συννεύω
συννέφελος
συννεφής
συννέφω
συννέω
συννῑκάω
συννοέω
σύννοια
συννομή
συννομοθετέω
View word page
σύννευσις
σύννευσιςεωςfσυννεύω convergenceunionw.gen. + prep.phr.of cities, w. each otherPlb.

ShortDef

convergence

Debugging

Headword:
σύννευσις
Headword (normalized):
σύννευσις
Headword (normalized/stripped):
συννευσις
IDX:
38621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38622
Key:
σύννευσις

Data

{'headword_display': '<b>σύννευσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύννευσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συννεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>convergence</Def><nS2><Tr>union<Expl><GLbl>w.gen. + prep.phr.</GLbl>of cities, w. each other</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'σύννευσις'}