Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνισθμιάζω
συνίστημι
συνίστωρ
συνισχναίνω
συνισχῡρίζω
συνίσχω
συνναίω
συννάσσω
συνναυβάτης
συνναυμαχέω
συνναυστολέω
συνναύτης
συννέμω
σύννευσις
συννεύω
συννέφελος
συννεφής
συννέφω
συννέω
συννῑκάω
συννοέω
View word page
συν-ναυστολέω
συν-ναυστολέωcontr.vb of personssail togetherw.dat.w. someoneS.

ShortDef

to be a shipmate

Debugging

Headword:
συνναυστολέω
Headword (normalized):
συνναυστολέω
Headword (normalized/stripped):
συνναυστολεω
IDX:
38618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38619
Key:
συνναυστολέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ναυστολέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ναυστολέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>sail together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>S.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνναυστολέω'}