Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνίσᾱσι
συνισθμιάζω
συνίστημι
συνίστωρ
συνισχναίνω
συνισχῡρίζω
συνίσχω
συνναίω
συννάσσω
συνναυβάτης
συνναυμαχέω
συνναυστολέω
συνναύτης
συννέμω
σύννευσις
συννεύω
συννέφελος
συννεφής
συννέφω
συννέω
συννῑκάω
View word page
συν-ναυμαχέω
συν-ναυμαχέωξυν-contr.vb fight together at seasts. w.dat.w. an allyHdt. Th. Ar. D. Arist.

ShortDef

to engage in a sea-fight along with

Debugging

Headword:
συνναυμαχέω
Headword (normalized):
συνναυμαχέω
Headword (normalized/stripped):
συνναυμαχεω
IDX:
38617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38618
Key:
συνναυμαχέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ναυμαχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ναυμαχέω<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>fight together at sea<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. an ally</Expl></Tr><Au>Hdt. Th. Ar. D. Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνναυμαχέω'}