Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνικνέομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
σύνισαν
συνίσᾱσι
συνισθμιάζω
συνίστημι
συνίστωρ
συνισχναίνω
συνισχῡρίζω
συνίσχω
συνναίω
συννάσσω
συνναυβάτης
συνναυμαχέω
συνναυστολέω
συνναύτης
συννέμω
σύννευσις
συννεύω
συννέφελος
View word page
συν-ίσχω
συν-ίσχωvb pass.be gripped or afflictedw.dat.by diseasesPl.

ShortDef

to be afflicted

Debugging

Headword:
συνίσχω
Headword (normalized):
συνίσχω
Headword (normalized/stripped):
συνισχω
IDX:
38613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38614
Key:
συνίσχω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ίσχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ίσχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be gripped or afflicted</Def><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by diseases<Au>Pl.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συνίσχω'}