Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνθλῑ́βω
συνθνῄσκω
συνθοινᾱ́τωρ
συνθρᾱνόομαι
συνθραύω
σύνθρηνος
συνθριαμβεύω
συνθρύπτω
συνθῡ́ω
συνιερεύς
συνιεροποιέω
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικετεύω
συνικνέομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
σύνισαν
συνίσᾱσι
View word page
συν-ιεροποιέω
συν-ιεροποιέωcontr.vb joinw.dat.w. someonein the performance of religious ritesIs.

ShortDef

join in sacrifice with

Debugging

Headword:
συνιεροποιέω
Headword (normalized):
συνιεροποιέω
Headword (normalized/stripped):
συνιεροποιεω
IDX:
38597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38598
Key:
συνιεροποιέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ιεροποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ιεροποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>join<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Prnth>in the performance of religious rites</Tr><Au>Is.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνιεροποιέω'}