Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνθλάω
συνθλῑ́βω
συνθνῄσκω
συνθοινᾱ́τωρ
συνθρᾱνόομαι
συνθραύω
σύνθρηνος
συνθριαμβεύω
συνθρύπτω
συνθῡ́ω
συνιερεύς
συνιεροποιέω
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικετεύω
συνικνέομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
σύνισαν
View word page
συν-ιερεύς
συν-ιερεύςέωςm fellow priestPlu.

ShortDef

a fellow-priest

Debugging

Headword:
συνιερεύς
Headword (normalized):
συνιερεύς
Headword (normalized/stripped):
συνιερευς
IDX:
38596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38597
Key:
συνιερεύς

Data

{'headword_display': '<b>συν-ιερεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-ιερεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>fellow priest</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνιερεύς'}