Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύνθηρος
συνθιασώτης
συνθλάω
συνθλῑ́βω
συνθνῄσκω
συνθοινᾱ́τωρ
συνθρᾱνόομαι
συνθραύω
σύνθρηνος
συνθριαμβεύω
συνθρύπτω
συνθῡ́ω
συνιερεύς
συνιεροποιέω
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικετεύω
συνικνέομαι
συνίππαρχος
View word page
συν-θρύπτω
συν-θρύπτωvb fig.breaksomeone's heartNT.

ShortDef

to break in pieces: to crush

Debugging

Headword:
συνθρύπτω
Headword (normalized):
συνθρύπτω
Headword (normalized/stripped):
συνθρυπτω
IDX:
38594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38595
Key:
συνθρύπτω

Data

{'headword_display': '<b>συν-θρύπτω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-θρύπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig.</Indic><Tr>break</Tr><Obj>someone's heart<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'συνθρύπτω'}