Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνθήγω
συνθήκη
σύνθημα
συνθηματιαῖος
συνθηματικός
συνθηρᾱτής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθιασώτης
συνθλάω
συνθλῑ́βω
συνθνῄσκω
συνθοινᾱ́τωρ
συνθρᾱνόομαι
συνθραύω
σύνθρηνος
συνθριαμβεύω
συνθρύπτω
συνθῡ́ω
View word page
συν-θιασώτης
συν-θιασώτηςξυν-ουm member of the same religious associationgener.associate, brothersts. w.gen.in sthg.Ar.

ShortDef

a partner in the θίασος

Debugging

Headword:
συνθιασώτης
Headword (normalized):
συνθιασώτης
Headword (normalized/stripped):
συνθιασωτης
IDX:
38585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38586
Key:
συνθιασώτης

Data

{'headword_display': '<b>συν-θιασώτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-θιασώτης<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>member of the same religious association</Def><nS2><Indic>gener.</Indic><Tr>associate, brother<Expl>sts. <GLbl>w.gen.</GLbl>in sthg.</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'συνθιασώτης'}