Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνθάλπω
συνθαμβέω
συνθάπτω
συνθεάομαι
συνθεᾱτής
συνθέλω
συνθερίζω
συνθεσίη
σύνθεσις
συνθέτης
συνθετικός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθήγω
συνθήκη
σύνθημα
συνθηματιαῖος
συνθηματικός
συνθηρᾱτής
συνθηράω
View word page
συνθετικός
συνθετικόςή όνadjof an artconstructivemanufacturingPl.

ShortDef

skilled in putting together, constructive

Debugging

Headword:
συνθετικός
Headword (normalized):
συνθετικός
Headword (normalized/stripped):
συνθετικος
IDX:
38571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38572
Key:
συνθετικός

Data

{'headword_display': '<b>συνθετικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συνθετικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an art</Indic><Def>constructive</Def><Tr>manufacturing</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συνθετικός'}