Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνηττάομαι
συνηχέω
συνθᾱκέω
σύνθᾱκος
συνθάλπω
συνθαμβέω
συνθάπτω
συνθεάομαι
συνθεᾱτής
συνθέλω
συνθερίζω
συνθεσίη
σύνθεσις
συνθέτης
συνθετικός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθήγω
συνθήκη
σύνθημα
View word page
συν-θερίζω
συν-θερίζωvb fig.reapa benefitAr.

ShortDef

to reap together

Debugging

Headword:
συνθερίζω
Headword (normalized):
συνθερίζω
Headword (normalized/stripped):
συνθεριζω
IDX:
38567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38568
Key:
συνθερίζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-θερίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-θερίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig.</Indic><Tr>reap<Expl>a benefit</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνθερίζω'}