Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνημερευτής
συνημερεύω
συνημοσύνη
συνήμων
συνήορος
συνηπεροπεύω
συνηρετέω
συνηρεφής
συνῇστε
συνηττάομαι
συνηχέω
συνθᾱκέω
σύνθᾱκος
συνθάλπω
συνθαμβέω
συνθάπτω
συνθεάομαι
συνθεᾱτής
συνθέλω
συνθερίζω
συνθεσίη
View word page
συν-ηχέω
συν-ηχέωcontr.vb of voices, trumpets, or sim.ring out togetherPlb. Plu.

ShortDef

to sound together

Debugging

Headword:
συνηχέω
Headword (normalized):
συνηχέω
Headword (normalized/stripped):
συνηχεω
IDX:
38558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38559
Key:
συνηχέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ηχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ηχέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of voices, trumpets, or sim.</Indic><Tr>ring out together</Tr><Au>Plb. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνηχέω'}