Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
συνήλισα
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημοσύνη
συνήμων
συνήορος
συνηπεροπεύω
συνηρετέω
συνηρεφής
συνῇστε
συνηττάομαι
συνηχέω
συνθᾱκέω
σύνθᾱκος
συνθάλπω
συνθαμβέω
συνθάπτω
συνθεάομαι
συνθεᾱτής
συνθέλω
View word page
συνῇστε
συνῇστε
2pl.plpf.
see
σύνοιδα
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνῇστε
Headword (normalized):
συνῇστε
Headword (normalized/stripped):
συνηστε
IDX:
38556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38557
Key:
συνῇστε
Data
{'headword_display': '<b>συνῇστε</b>', 'content': '<XE><RefFm>συνῇστε<LblR>2pl.plpf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>σύνοιδα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συνῇστε'}