Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνήκω
συνήλικες
συνήλισα
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημοσύνη
συνήμων
συνήορος
συνηπεροπεύω
συνηρετέω
συνηρεφής
συνῇστε
συνηττάομαι
συνηχέω
συνθᾱκέω
σύνθᾱκος
συνθάλπω
συνθαμβέω
συνθάπτω
συνθεάομαι
View word page
συν-ηρετέω
συν-ηρετέωξυν-contr.vbἐρέτης row togetherfig., of a person, wealthbe a partnerw.dat.to someoneS. E.fr.

ShortDef

to assist in rowing

Debugging

Headword:
συνηρετέω
Headword (normalized):
συνηρετέω
Headword (normalized/stripped):
συνηρετεω
IDX:
38554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38555
Key:
συνηρετέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ηρετέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ηρετέω<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἐρέτης</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>row together</Def><vS2><Indic>fig., of a person, wealth</Indic><Tr>be a partner</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone<Au>S. E.<Wk>fr.</Wk></Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συνηρετέω'}