Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνήθεια
συνήθης
συνῆκα
συνήκοος
συνήκω
συνήλικες
συνήλισα
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημοσύνη
συνήμων
συνήορος
συνηπεροπεύω
συνηρετέω
συνηρεφής
συνῇστε
συνηττάομαι
συνηχέω
συνθᾱκέω
σύνθᾱκος
View word page
συνημοσύνη
συνημοσύνηηςfσυνήμων pl.pacts, agreementsbetw. peopleIl. AR.pledges of supportfr. a goddessAR.

ShortDef

agreements, covenants, solemn promises

Debugging

Headword:
συνημοσύνη
Headword (normalized):
συνημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
συνημοσυνη
IDX:
38550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38551
Key:
συνημοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>συνημοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνημοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συνήμων</Ref></Ety></HG> <nS1><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>pacts, agreements<Expl>betw. people</Expl></Def><Au>Il. AR.</Au><S2><Def>pledges of support<Expl>fr. a goddess</Expl></Def><Au>AR.</Au></S2></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'συνημοσύνη'}