Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνήδομαι
συνηδῡ́νω
συνήθεια
συνήθης
συνῆκα
συνήκοος
συνήκω
συνήλικες
συνήλισα
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημοσύνη
συνήμων
συνήορος
συνηπεροπεύω
συνηρετέω
συνηρεφής
συνῇστε
συνηττάομαι
συνηχέω
View word page
συνημερευτής
συνημερευτήςοῦm daily associateconstant companionArist.

ShortDef

a daily companion

Debugging

Headword:
συνημερευτής
Headword (normalized):
συνημερευτής
Headword (normalized/stripped):
συνημερευτης
IDX:
38548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38549
Key:
συνημερευτής

Data

{'headword_display': '<b>συνημερευτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνημερευτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>daily associate</Def><Tr>constant companion</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνημερευτής'}