Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνηγορικός
συνήγορος
συνῃδέατε
συνήδομαι
συνηδῡ́νω
συνήθεια
συνήθης
συνῆκα
συνήκοος
συνήκω
συνήλικες
συνήλισα
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημοσύνη
συνήμων
συνήορος
συνηπεροπεύω
συνηρετέω
συνηρεφής
View word page
συν-ήλικες
συν-ήλικεςξυν-ωνm.f.plἧλιξ persons of the same ageas oneselfcoevals, peersA. Plu.quot.com.ref. to lambsequals in agew.dat.to a boyCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνήλικες
Headword (normalized):
συνήλικες
Headword (normalized/stripped):
συνηλικες
IDX:
38545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38546
Key:
συνήλικες

Data

{'headword_display': '<b>συν-ήλικες</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-ήλικες<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>ων</Infl><PS>m.f.pl</PS><Ety><Ref>ἧλιξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>persons of the same age<Expl>as oneself</Expl></Def><Tr>coevals, peers</Tr><Au>A. Plu.<LblR>quot.com.</LblR></Au></nS1><nS1><Indic>ref. to lambs</Indic><Tr>equals in age<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to a boy</Expl></Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνήλικες'}