Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνηγορέω
συνηγορίᾱ
συνηγορικός
συνήγορος
συνῃδέατε
συνήδομαι
συνηδῡ́νω
συνήθεια
συνήθης
συνῆκα
συνήκοος
συνήκω
συνήλικες
συνήλισα
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημοσύνη
συνήμων
συνήορος
συνηπεροπεύω
View word page
συνήκοος
συνήκοοςονadjσυνακούω of personslistening togetherw.gen.to sthg.Pl. Plu.of a personoverhearingw.gen.sthg.Plu.

ShortDef

hearing together

Debugging

Headword:
συνήκοος
Headword (normalized):
συνήκοος
Headword (normalized/stripped):
συνηκοος
IDX:
38543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38544
Key:
συνήκοος

Data

{'headword_display': '<b>συνήκοος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συνήκοος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συνακούω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>listening together<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>to sthg.</Expl></Tr><Au>Pl. Plu.</Au></aS1><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>overhearing<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>sthg.</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συνήκοος'}