Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνέχω
συνηβάω
συνηβολίη
σύνηβος
συνηγορέω
συνηγορίᾱ
συνηγορικός
συνήγορος
συνῃδέατε
συνήδομαι
συνηδῡ́νω
συνήθεια
συνήθης
συνῆκα
συνήκοος
συνήκω
συνήλικες
συνήλισα
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
View word page
συν-ηδῡ́νω
συν-ηδῡ́νωvb help to sweeten or seasonfig.contribute pleasureopp. painArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνηδῡ́νω
Headword (normalized):
συνηδῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
συνηδυνω
IDX:
38539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38540
Key:
συνηδῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ηδῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ηδῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>help to sweeten or season</Def><vS2><Indic>fig.</Indic><Tr>contribute pleasure<Expl>opp. pain</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συνηδῡ́νω'}