Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
συνεχής
συνέχθω
συνέχω
συνηβάω
συνηβολίη
σύνηβος
συνηγορέω
συνηγορίᾱ
συνηγορικός
συνήγορος
συνῃδέατε
συνήδομαι
συνηδῡ́νω
συνήθεια
συνήθης
συνῆκα
συνήκοος
συνήκω
συνήλικες
συνήλισα
συνημέρευσις
View word page
συνῃδέατε
συνῃδέατε
Ion.2pl.pf.
συνῄδη
1sg.plpf.
see
σύνοιδα
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνῃδέατε
Headword (normalized):
συνῃδέατε
Headword (normalized/stripped):
συνηδεατε
IDX:
38537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38538
Key:
συνῃδέατε
Data
{'headword_display': '<b>συνῃδέατε</b>', 'content': '<XE><RefFm>συνῃδέατε<LblR>Ion.2pl.pf.</LblR></RefFm><RefFm>συνῄδη<LblR>1sg.plpf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>σύνοιδα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συνῃδέατε'}