Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεφίστημι
συνέχεια
συνεχής
συνέχθω
συνέχω
συνηβάω
συνηβολίη
σύνηβος
συνηγορέω
συνηγορίᾱ
συνηγορικός
συνήγορος
συνῃδέατε
συνήδομαι
συνηδῡ́νω
συνήθεια
συνήθης
συνῆκα
συνήκοος
συνήκω
συνήλικες
View word page
συνηγορικός
συνηγορικόςή όνadjof or relating to an advocateneut.sb.advocate's feeAr.

ShortDef

of or for a συνήγορος, advocate

Debugging

Headword:
συνηγορικός
Headword (normalized):
συνηγορικός
Headword (normalized/stripped):
συνηγορικος
IDX:
38535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38536
Key:
συνηγορικός

Data

{'headword_display': '<b>συνηγορικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>συνηγορικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Def>of or relating to an advocate</Def><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>advocate's fee</Def><Au>Ar.</Au></SGrm></aS1></AE>", 'key': 'συνηγορικός'}