Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεφιστάνω
συνεφίστημι
συνέχεια
συνεχής
συνέχθω
συνέχω
συνηβάω
συνηβολίη
σύνηβος
συνηγορέω
συνηγορίᾱ
συνηγορικός
συνήγορος
συνῃδέατε
συνήδομαι
συνηδῡ́νω
συνήθεια
συνήθης
συνῆκα
συνήκοος
συνήκω
View word page
συνηγορίᾱ
συνηγορίᾱᾱςf process of speaking in supportadvocacyAeschin. D. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνηγορίᾱ
Headword (normalized):
συνηγορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
συνηγορια
IDX:
38534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38535
Key:
συνηγορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>συνηγορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνηγορίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>process of speaking in support</Def><Tr>advocacy</Tr><Au>Aeschin. D. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνηγορίᾱ'}