Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεφέπομαι
συνέφηβος
συνεφιστάνω
συνεφίστημι
συνέχεια
συνεχής
συνέχθω
συνέχω
συνηβάω
συνηβολίη
σύνηβος
συνηγορέω
συνηγορίᾱ
συνηγορικός
συνήγορος
συνῃδέατε
συνήδομαι
συνηδῡ́νω
συνήθεια
συνήθης
συνῆκα
View word page
σύν-ηβος
σύν-ηβοςουmἥβη youthful companionE.

ShortDef

a young friend

Debugging

Headword:
σύνηβος
Headword (normalized):
σύνηβος
Headword (normalized/stripped):
συνηβος
IDX:
38532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38533
Key:
σύνηβος

Data

{'headword_display': '<b>σύν-ηβος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύν-ηβος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἥβη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>youthful companion</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σύνηβος'}