Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνέφηβος
συνεφιστάνω
συνεφίστημι
συνέχεια
συνεχής
συνέχθω
συνέχω
συνηβάω
συνηβολίη
σύνηβος
συνηγορέω
συνηγορίᾱ
συνηγορικός
συνήγορος
συνῃδέατε
συνήδομαι
συνηδῡ́νω
συνήθεια
View word page
συν-ηβάω
συν-ηβάωcontr.vb enjoy the fun of youth togetherw.dat.w. someoneAnacr. Scol.

ShortDef

pass youth together with, join in youthful sport

Debugging

Headword:
συνηβάω
Headword (normalized):
συνηβάω
Headword (normalized/stripped):
συνηβαω
IDX:
38530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38531
Key:
συνηβάω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ηβάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ηβάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>enjoy the fun of youth together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Anacr. Scol.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνηβάω'}