Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνευπορέω
συνευρίσκω
συνευτυχέω
συνευφραίνομαι
συνεύχομαι
συνευωχέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνέφηβος
συνεφιστάνω
συνεφίστημι
συνέχεια
συνεχής
συνέχθω
συνέχω
συνηβάω
συνηβολίη
σύνηβος
συνηγορέω
View word page
συν-έφηβος
συν-έφηβοςουm fellow ephebeAeschin.

ShortDef

at the age of youth together, a young comrade

Debugging

Headword:
συνέφηβος
Headword (normalized):
συνέφηβος
Headword (normalized/stripped):
συνεφηβος
IDX:
38523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38524
Key:
συνέφηβος

Data

{'headword_display': '<b>συν-έφηβος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-έφηβος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>fellow ephebe</Tr><Au>Aeschin.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνέφηβος'}