Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμβλυωπίᾱ
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωπός
ἄμβλωσις
ἀμβόᾱμα
ἀμβοάω
ἀμβολᾱ́
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολή
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
ἀμβροσίᾱ
ἀμβροσίοδμος
ἀμβρόσιος
ἄμβροτον
ἀμβροτόπωλος
ἄμβροτος
ἄμβων
View word page
ἀμβολή
ἀμβολήdial.fseeἀναβολή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμβολή
Headword (normalized):
ἀμβολή
Headword (normalized/stripped):
αμβολη
IDX:
3851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3852
Key:
ἀμβολή

Data

{'headword_display': '<b>ἀμβολή</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀμβολή</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>ἀναβολή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀμβολή'}