Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνευημερέω
συνευνάζομαι
συνευνάομαι
συνευνέτης
σύνευνος
συνευπορέω
συνευρίσκω
συνευτυχέω
συνευφραίνομαι
συνεύχομαι
συνευωχέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνέφηβος
συνεφιστάνω
συνεφίστημι
συνέχεια
συνεχής
συνέχθω
View word page
συν-ευωχέομαι
συν-ευωχέομαιpass.contr.vb feast togetherArist.

ShortDef

to fare sumptuously

Debugging

Headword:
συνευωχέομαι
Headword (normalized):
συνευωχέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνευωχεομαι
IDX:
38518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38519
Key:
συνευωχέομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-ευωχέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ευωχέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>feast together</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνευωχέομαι'}