Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνευδαιμονέω
συνευδοκέω
συνεύδω
συνευημερέω
συνευνάζομαι
συνευνάομαι
συνευνέτης
σύνευνος
συνευπορέω
συνευρίσκω
συνευτυχέω
συνευφραίνομαι
συνεύχομαι
συνευωχέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνέφηβος
συνεφιστάνω
συνεφίστημι
View word page
συν-ευτυχέω
συν-ευτυχέωcontr.vb share in the good fortuneof the present day w.acc.throughout one's lifeE.

ShortDef

to be fortunate together

Debugging

Headword:
συνευτυχέω
Headword (normalized):
συνευτυχέω
Headword (normalized/stripped):
συνευτυχεω
IDX:
38515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38516
Key:
συνευτυχέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ευτυχέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-ευτυχέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>share in the good fortune<Expl>of the present day</Expl></Tr> <Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>throughout one's life<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συνευτυχέω'}