Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνέταιρος
συνετός
συνέτρησα
συνεύαδον
συνευδαιμονέω
συνευδοκέω
συνεύδω
συνευημερέω
συνευνάζομαι
συνευνάομαι
συνευνέτης
σύνευνος
συνευπορέω
συνευρίσκω
συνευτυχέω
συνευφραίνομαι
συνεύχομαι
συνευωχέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
View word page
συν-ευνέτης
συν-ευνέτηςξυν-ουm bedfellowref. to a husbandE. συνευνέτιςξυν-ιδοςfacc.
ξυνευνέτιν
bedfellowref. to a wifeE.

ShortDef

a bed-fellow, husband, consort

Debugging

Headword:
συνευνέτης
Headword (normalized):
συνευνέτης
Headword (normalized/stripped):
συνευνετης
IDX:
38511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38512
Key:
συνευνέτης

Data

{'headword_display': '<b>συν-ευνέτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-ευνέτης<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>bedfellow<Expl>ref. to a husband</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1> <RelW><HG><HL>συνευνέτις<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>ιδος</Infl><PS>f</PS><FG><Case><Lbl>acc.</Lbl><Form>ξυνευνέτιν</Form></Case></FG></HG> <S1><Tr>bedfellow<Expl>ref. to a wife</Expl></Tr><Au>E.</Au> </S1></RelW></NE>', 'key': 'συνευνέτης'}