Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεστώ
συνέταιρος
συνετός
συνέτρησα
συνεύαδον
συνευδαιμονέω
συνευδοκέω
συνεύδω
συνευημερέω
συνευνάζομαι
συνευνάομαι
συνευνέτης
σύνευνος
συνευπορέω
συνευρίσκω
συνευτυχέω
συνευφραίνομαι
συνεύχομαι
συνευωχέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφεδρεύω
View word page
συν-ευνάομαι
συν-ευνάομαιpass.contr.vb of a manshare a bedsts. w.dat.w. a womanHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνευνάομαι
Headword (normalized):
συνευνάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνευναομαι
IDX:
38510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38511
Key:
συνευνάομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-ευνάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ευνάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a man</Indic><Tr>share a bed<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. a woman</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνευνάομαι'}