Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνέστην
συνεστιάομαι
συνέστιος
συνεστραμμένως
συνεστώ
συνέταιρος
συνετός
συνέτρησα
συνεύαδον
συνευδαιμονέω
συνευδοκέω
συνεύδω
συνευημερέω
συνευνάζομαι
συνευνάομαι
συνευνέτης
σύνευνος
συνευπορέω
συνευρίσκω
συνευτυχέω
συνευφραίνομαι
View word page
συν-ευδοκέω
συν-ευδοκέωcontr.vb give consentapprovalsts. w.dat.to someone or sthg.Plb. NT.

ShortDef

to consent to

Debugging

Headword:
συνευδοκέω
Headword (normalized):
συνευδοκέω
Headword (normalized/stripped):
συνευδοκεω
IDX:
38506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38507
Key:
συνευδοκέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ευδοκέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ευδοκέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>give consent<or/>approval<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>to someone or sthg.</Expl></Tr><Au>Plb. NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνευδοκέω'}