Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεσθίω
σύνεσις
συνεστάθην
συνεστέον
συνεστηκότως
συνέστην
συνεστιάομαι
συνέστιος
συνεστραμμένως
συνεστώ
συνέταιρος
συνετός
συνέτρησα
συνεύαδον
συνευδαιμονέω
συνευδοκέω
συνεύδω
συνευημερέω
συνευνάζομαι
συνευνάομαι
συνευνέτης
View word page
συν-έταιρος
συν-έταιροςουm comrade, companionSapph. Hdt.

ShortDef

a companion, partner, comrade

Debugging

Headword:
συνέταιρος
Headword (normalized):
συνέταιρος
Headword (normalized/stripped):
συνεταιρος
IDX:
38501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38502
Key:
συνέταιρος

Data

{'headword_display': '<b>συν-έταιρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-έταιρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>comrade, companion</Tr><Au>Sapph. Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνέταιρος'}