Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνερῶ
σύνες
συνεσθίω
σύνεσις
συνεστάθην
συνεστέον
συνεστηκότως
συνέστην
συνεστιάομαι
συνέστιος
συνεστραμμένως
συνεστώ
συνέταιρος
συνετός
συνέτρησα
συνεύαδον
συνευδαιμονέω
συνευδοκέω
συνεύδω
συνευημερέω
συνευνάζομαι
View word page
συνεστραμμένως
συνεστραμμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underσυστρέφω

ShortDef

in a close packed manner, tersely

Debugging

Headword:
συνεστραμμένως
Headword (normalized):
συνεστραμμένως
Headword (normalized/stripped):
συνεστραμμενως
IDX:
38499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38500
Key:
συνεστραμμένως

Data

{'headword_display': '<b>συνεστραμμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>συνεστραμμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>συστρέφω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συνεστραμμένως'}