Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνερτικός
συνέρχομαι
συνερῶ
σύνες
συνεσθίω
σύνεσις
συνεστάθην
συνεστέον
συνεστηκότως
συνέστην
συνεστιάομαι
συνέστιος
συνεστραμμένως
συνεστώ
συνέταιρος
συνετός
συνέτρησα
συνεύαδον
συνευδαιμονέω
συνευδοκέω
συνεύδω
View word page
συν-εστιάομαι
συν-εστιάομαιpass.contr.vb of the Councildine togetherD.of personsw.dat.w. one anotherPlu. share in a feastw. othersIs.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεστιάομαι
Headword (normalized):
συνεστιάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεστιαομαι
IDX:
38497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38498
Key:
συνεστιάομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-εστιάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εστιάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of the Council</Indic><Tr>dine together</Tr><Au>D.</Au><vS2><Indic>of persons</Indic><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. one another<Au>Plu.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> <vS1><Tr>share in a feast<Expl>w. others</Expl></Tr><Au>Is.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεστιάομαι'}