Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεργέω
συνέργημα
συνεργίᾱ
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
συνέρῑθος
σύνερξις
συνέρρηξα
συνερτικός
συνέρχομαι
συνερῶ
σύνες
συνεσθίω
σύνεσις
συνεστάθην
συνεστέον
συνεστηκότως
συνέστην
συνεστιάομαι
View word page
συνερτικός
συνερτικόςή όνadjσυνείρω1of a persongood at stringing words togethercohesiveAr.

ShortDef

good at stringing together

Debugging

Headword:
συνερτικός
Headword (normalized):
συνερτικός
Headword (normalized/stripped):
συνερτικος
IDX:
38487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38488
Key:
συνερτικός

Data

{'headword_display': '<b>συνερτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συνερτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συνείρω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Def>good at stringing words together</Def><Tr>cohesive</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συνερτικός'}