Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεργάζομαι
συνεργάτης
συνεργέω
συνέργημα
συνεργίᾱ
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
συνέρῑθος
σύνερξις
συνέρρηξα
συνερτικός
συνέρχομαι
συνερῶ
σύνες
συνεσθίω
σύνεσις
συνεστάθην
συνεστέον
συνεστηκότως
View word page
σύνερξις
σύνερξιςfseeσύνειρξις

ShortDef

close union, wedlock

Debugging

Headword:
σύνερξις
Headword (normalized):
σύνερξις
Headword (normalized/stripped):
συνερξις
IDX:
38485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38486
Key:
σύνερξις

Data

{'headword_display': '<b>σύνερξις</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σύνερξις</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>σύνειρξις</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σύνερξις'}